- τολμηρότητα
- ητόλμη, γενναιότητα, θάρρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τολμηρότητα — η, Ν το να είναι κανείς τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τολμηρός. Η λ., στον λόγιο τ. τολμηρότης, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Δάφνις και Χλόη — Βουκολικό μυθιστόρημα που πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 2οαι. ή κατά άλλους τον 4ο ή 5ο αι. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία και αποδίδεται στον Λόγγο (βλ. λ.). Η υπόθεση διαδραματίζεται σε παραλία της Λέσβου, όπου οι βοσκοί Λάμων και Δρύας… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… … Dictionary of Greek
τολμηρία — ἡ, Α [τολμηρός] τολμηρότητα … Dictionary of Greek
Αρνό, Ντανιέλ — (DanielArnaut, περ. 1160 – 1210). Προβηγκιανός τροβαδούρος. Σημάδεψε με το έργο του την εξέλιξη της λυρικής γαλλικής ποίησης. Σύμφωνα με την ανώνυμη προβηγκιανή Βίντα του 13ου αι., ο Α. ήταν ευγενής, γεννημένος στον πύργο του Ριμπεράκ, της… … Dictionary of Greek
Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek